ναυάρχων

ναυάρχων
ναύαρχος
commander of a fleet
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναυαρχῶν — ναυάρχης masc gen pl ναυαρχέω command a fleet pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυπος — (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκουργός από τη Σικυώνα, μαθητής του Ναυκύδη. Από τα έργα του συμπεραίνεται ότι άκμασε μεταξύ 420 380 π.Χ. Κατασκεύασε χάλκινους ανδριάντες ναυάρχων, συμμάχων του Λύσανδρου στη ναυμαχία του εναντίον των… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Άνων ή Άννων — Όνομα στρατηγών και ναυάρχων των Καρχηδονίων. 1. Γιος του Αμίλκα (; – 488; π.Χ.). Υπέταξε τους Λουσιτανούς, αλλά εξαφανίστηκε στη μάχη της Ιμέρας (488 π.Χ.). Η παράδοση αναφέρει ότι έπλευσε κατά μήκος των αφρικανικών ακτών του Ατλαντικού, μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • Αποστόλης, Νικολής — (Ψαρά 1770 – Αίγινα 1827). Ψαριανός ναύαρχος και κορυφαίος αγωνιστής του 1821. H οικογένειά του ήταν από τη Μάνη απ όπου έφυγε μετά την ανακατάληψή της από τους Τούρκους (1715). Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τον Λάμπρο Κατσώνη, μετά την ήττα του… …   Dictionary of Greek

  • Αρχέδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Συνέβαλε στην καταδίκη των ναυάρχων της ναυμαχίας των Αργινουσών, κατηγορώντας έναν από αυτούς, τον Ερασινίδη (405 π.Χ.). 2. Φιλόσοφος (4ος αι. π.Χ.). Παραδεχόταν το… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Κόχραν, Τόμας Αλεξάντερ — (Thomas Alexander Cochrane, Άνσφιλντ 1775 – 1860). Άγγλος ναύαρχος. Κατατάχθηκε σε ηλικία 18 ετών στο βρετανικό ναυτικό και διακρίθηκε για τις ικανότητες και τη γενναιότητά του. Στα πρώτα του κατορθώματα συγκαταλέγεται η δίωξη της πειρατείας στη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Ιστορικό (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1962 στο επιβλητικό κτίριο όπου λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του ’30 η Βουλή των Ελλήνων (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, οδός Σταδίου), το οποίο αποπερατώθηκε το 1875 πάνω σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Bοulanger. Στη μόνιμη έκθεση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”